- ποδεσιά
- η1)' обувание; 2) обувь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδεσιά — η, Ν [ποδένω] η υπόδηση, το ζευγάρι τών παπουτσιών και κυρίως, τών τσαρουχιών … Dictionary of Greek
υπόδηση — υπόδηση, η και υπόδεση, η 1. το να φορεί κανείς τα παπούτσια του, το βάλσιμο των παπουτσιών, η ποδεσιά, το παπούτσωμα. 2. τα ίδια τα υποδήματα, τα παπούτσια και ό, τι σχετίζεται με αυτά: Είδη χειμερινής υπόδησης. 3. σκοινιά ή καλώδια που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)